«Τελειωθής εν ολίγω… επλήρωσε χρόνους μακρούς, αρεστή γαρ ην Κυρίω η ψυχή αυτού» (Σοφία Σολ. 4)
Ο παραπάνω αγιογραφικός λόγος, από τη Σοφία Σολομώντος, έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές και όντως ανταποκρίνεται σε αυτό που κατάφερε μέσα στην σύντομη αλλά πλούσια σε προσφορά ζωή του, ο Μακαριστός Μητροπολίτης Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου Τίτος Συλλιγαρδάκης.
Και όχι μόνο έχει ειπωθεί και γραφτεί πολλές φορές το συγκεκριμένο χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης για τον φωτισμένο και πολυτάλαντο Ιεράρχη, αλλά χαράχτηκε και πάνω στην επιτύμβια πλάκα του, ακριβώς, για να προσδιορίζεται η πνευματική οικοδομή και παρακαταθήκη του Επισκόπου Τίτου προς τους επιγενόμενους.
Πάνω σε αυτή την πνευματική οικοδομή και παρακαταθήκη, η μελέτη αυτή, ανακοινώνεται στο παρόν συνέδριο, ως ελάχιστο μνημόσυνο σε μια σπουδαία μορφή της παγκόσμιας Ορθοδοξίας, που σημάδεψε τη σύγχρονη ιστορία του Ρεθύμνου.
Ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Τίτος Συλλιγαρδάκης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1929 από την οικογένεια του Μιχαήλ Συλλιγαρδάκη και της Μαρίας Καφετζάκη στη Νεάπολη Λασιθίου. Το όνομα του ήταν Δημήτριος.
Από πολύ μικρός έδειξε ζήλο προς την Εκκλησία και ήδη από έφηβος δήλωσε στους οικείους του, την απόφαση του να ακολουθήσει Θεολογικές Σπουδές και να γίνει άγαμος Κληρικός.
Το 1947, τέλειωσε το Γυμνάσιο Νεαπόλεως με Άριστα και αφού βραβεύθηκε ως ο πρώτος μαθητής του Σχολείου, η οικογένεια του ήδη είχε προβεί στις απαραίτητες διαδικασίες για να μεταβεί ο μοναχογιός της στην Αμερική.
Το 1953, λοιπόν, έλαβε το πτυχίο του από τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Μπρούκλιν, στην οποία εισήχθηκε το 1948 με συστατικό γράμμα του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα, μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη. Ολοκλήρωσε με ιδιαίτερη επιτυχία το τριετές πρόγραμμα σπουδών στην συγκεκριμένη Θεολογική Σχολή και η διατριβή του είχε θέμα οι «Μάρτυρες του Ιεχωβά και η Αλήθεια».
Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους γράφτηκε στην Επισκοπιανή Θεολογική Σχολή της Νέας Υόρκης. Στο πανεπιστήμιο αυτό ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1956 και έλαβε το πτυχίο του Προλύτου της Θεολογίας (S.T.B.) με διατριβή : «Η Χριστολογία του Κυρίλλου Ιεροσολύμων». Ακολούθως, χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος και ξεκίνησε ο κύκλος της προσφοράς του ως Κληρικού στην Ελληνοαμερικανική Κοινότητα του Μπρούκλιν.
Το ακαδημαϊκό έτος 1959 – 1960 μετέβη στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε ένα συγκεκριμένο κύκλο σπουδών για να λάβει το Πτυχίο του από την Θεολογική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τον Οκτώβριο του 1960.
Ακολούθως, επέτρεψε στη Νέα Υόρκη, όπου παρέμεινε εφημέριος στην Ελληνική Κοινότητα του Μπρούκλιν έως το 1970.
Η 22χρονη αξιόλογη, ποιμαντική και κοινωφελής παρουσία του Τίτου Συλλιγαρδάκη στην Αμερική ήταν μια ουσιαστική «προθέρμανση» και προετοιμασία για την μετέπειτα ανταπόκριση του στην μεγάλη ευθύνη που ανέλαβε, προκειμένου να καλλιεργήσει ως Επίσκοπος τον «αμπελώνα του Κυρίου» στο Ρέθυμνο και στον Μυλοπόταμο.
Εκτός από την πολυσήμαντη προσφορά του στην Ελληνορθόδοξη Κοινότητα του Μπρούκλιν, όπου ξεχωρίζει η ανέγερση του Ελληνοαμερικανικού Εκπαιδευτηρίου, το οποίο λειτουργεί ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα πλούσια ήταν η γενικότερη συμβολή του στο εκκλησιαστικό, ποιμαντικό και φιλανθρωπικό
έργο της Αρχιεπισκοπής Αμερικής.
Σπουδαίος σταθμός της ζωής του το 1966, που διορίσθηκε καθηγητής της Ποιμαντικής και Τελετουργικής στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Μπρούκλιν. Κατά την ως άνω περίοδο είχαμε και το πρώτο από τα έργα του, που συνέβαλαν στην ανάδειξη των Αγίων της Κρήτης.
Ο λόγος για το «Υπόμνημα εις την προς Τίτον επιστολήν».
Είναι ένα από τα έργα του, το οποίο ο ίδιος αναφέρει σε αυτοβιογραφικό του σημείωμα, που δημοσιεύθηκε το 1966 στο περιοδικό ‘Κοίμισις της Θεοτόκου’, το οποίο εξέδιδε όταν ήταν εφημέριος στην Αμερική.
Δυστυχώς, το έργο αυτό δεν μπορέσαμε να το εντοπίσουμε. Είναι όμως το πρώτο, το οποίο σχετίζεται με το Κρητικό Αγιολόγιο, τομέας, στον οποίο πρωτοπόρησε ο Τίτος Συλλιγαρδάκης κατά την περίοδο που έζησε στο Ρέθυμνο ως Μητροπολίτης.
Γενικότερα ο Εφημέριος, Αρχιμανδρίτης, Εκπαιδευτικός, πατέρας Τίτος Συλλιγαρδάκης εργάστηκε σκληρά, σε όλα τα επίπεδα της Εκκλησιαστικής και Κοινωνικής ζωής. Αναδιοργάνωσε την Ενορία του, έχτισε σχολείο, δημιούργησε εκπαιδευτικές και κοινωνικές δομές για τη νεολαία και την ελληνική παροικία, ανακαίνισε τον ναό του και επέκτεινε τα συγκροτήματα του, εργάστηκε επίπονα, ως εφημέριος και ταυτόχρονα ως επιστήμονας. Οι συνεχείς αγώνες και οι κόποι του απέδωσαν σπουδαία αποτελέσματα, τα οποία διαμόρφωσαν ένα εξαιρετικό προφίλ ως νέου κληρικού με αξιόλογο βιογραφικό, το οποίο άνοιγε νέους δρόμους καταξίωσης και προοπτικής.
Έτσι το Μάιο του 1970 εξέλεγη Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου με ομόφωνη απόφαση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης.
Η 17χρονη παρουσία του Μητροπολίτη Τίτου στο Ρέθυμνο αποδείχθηκε «Χρυσή Εποχή» για την τοπική Μητρόπολη. Ανέπτυξε πολυσχιδή δραστηριότητα και άφησε πολυσήμαντη παρακαταθήκη σε πολλά επίπεδα και επιμέρους τομείς ποιμαντικής και κοινωνικής διακονίας. Σε μια εποχή δύσκολη οικονομικά και πολυτάραχη πολιτικά, εκείνος κατάφερε να αλλάξει την εικόνα και πορεία της τοπικής Εκκλησίας. Έχτισε νέους Ναούς, οργάνωσε σε νέα βάση τις ενορίες και τη λειτουργία της Μητροπόλεως, οργάνωσε αποτελεσματικά το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας και ολοκλήρωσε τις νέες εγκαταστάσεις για τη στέγαση του Ιδρύματος Κοινωνικής Πρόνοιας (γηροκομείο). Ανακαίνισε το Επισκοπικό Μέγαρο στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου, ανήγειρε νέο Επισκοπείο στον λόφο του Τιμίου Σταυρού, όπου επίσης ανήγειρε εγκαταστάσεις για τη στέγαση του μεγάλου αλλά ανεκπλήρωτου ονείρου του περί ίδρυσης Θεολογικής Σχολής. Συνέστησε επίσης το Κέντρο Νεότητας, το οποίο και λειτούργησε για πολλά χρόνια στους χώρους αυτών των κτιρίων, φιλοξενώντας άπορους φοιτητές του Πανεπιστημίου Κρήτης, για την ίδρυση και λειτουργία του οποίου, ο Τίτος Συλλιγαρδάκης συνέβαλε τα μέγιστα.
Και μέσα σε αυτό τον «καταιγισμό» δραστηριοτήτων, ανέπτυξε παράλληλα πλούσια συγγραφική δράση,
εκδίδοντας πολλά βιβλία θεολογικού περιεχομένου, συμμετείχε σε επιστημονικά συνέδρια με πρωτότυπες εισηγήσεις, δημοσίευε άρθρα και μελέτες του σε περιοδικά και άλλα έντυπα και γενικά συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της Θεολογικής Επιστήμης.
Υπήρξε, δηλαδή, πέρα των εκκλησιαστικών και ποιμαντικών του δραστηριοτήτων, πολυγραφότατος συγγραφέας, αξιόλογος ερευνητής και εκδότης σειράς σημαντικών βιβλίων.
Εκδόσεις, μελέτες, άρθρα, εργασίες κοπιώδεις, που απαιτούν χρόνο πολύ, συνθέτουν ένα μνημειώδες σε έκταση και θεολογικό περιεχόμενο συγγραφικό έργο.
Στον τομέα αυτό έχει κριθεί με θετικά άρθρα και μελέτες από σπουδαίους και έγκριτους των γραμμάτων, ειδικούς κριτικούς εκδόσεων και επιστήμονες κύρους.
Ο κατάλογος των εκδόσεων του περιλαμβάνει 19 αυτοτελή έργα, εκ των οποίων τα 14 εκδόθηκαν σε βιβλία, δύο δημοσιεύθηκαν στο Περιοδικό ‘Κοίμησις της Θεοτόκου’ στη Νέα Υόρκη, δύο ήταν οι διατριβές του στα Πανεπιστήμια της Αμερικής και βέβαια αναφέρομε το «Υπόμνημα εις την προς Τίτον επιστολήν», για το οποίο δεν έχουμε περισσότερα στοιχεία.
Επίσης εξέδωσε τρία περιοδικά:
- ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, τόμοι τρεις, τεύχη 128-176, περιοδικό το οποίο εξέδιδε στη θέση παλαιότερου δελτίου στην Ενορία Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπρούκλιν στη Νέα Υόρκη από το 1956 ως το 1970.
- Ο ΙΕΡΕΥΣ, δελτίο που εκδίδονταν στην ενορία του στο Μπρούκλιν από το 1964, χωρίς ωστόσο να έχουμε ακριβή αριθμό τευχών που κυκλοφόρησαν καθώς και το έως πότε εκδιδόταν.
- ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ, τόμοι δέκα επτά (1970-1987), τεύχη 1-51. Περιοδική έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, που ολοκληρώθηκε με τον τόμο «Αφιέρωμα εις Μνήμην Μητροπολίτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Κυρού Τίτου 1970-1987» που κυκλοφόρησε το 1988, με μέριμνα του διαδόχου του μακαριστού Μητροπολίτη Θεοδώρου Τζεδάκη, επίσης λογίου Ιεράρχη και σπουδαίου Κρητολόγου.
Παράλληλα διασώζονται συνολικά 149 άρθρα, μελέτες, προσφωνήσεις, λόγοι και εγκύκλιοι του, όπως δημοσιεύθηκαν στα περιοδικά που προαναφέραμε.
Πολυσήμαντο όντως, όπως διαπιστώνεται, το συγγραφικό και εκδοτικό έργο του Μητροπολίτη Τίτου.
Και αν είχαν διασωθεί στο σύνολο τους οι προφορικές ομιλίες, τα κηρύγματα και τα όσα σημαντικά ανέφερε όταν μιλούσε, χωρίς γραπτό κείμενο, θα είχαμε ένα θησαυρό στοχασμών και θεολογικών απόψεων.
Ήδη βέβαια τα γραπτά, εκείνα που έμειναν, τον εντάσσουν ανάμεσα στους σημαντικότερους Ορθόδοξους Θεολόγους του 20ου αιώνα.
Κυρίως, γιατί ιδιαίτερη είναι η συμβολή του στην ανάδειξη των Αγίων της Κρήτης.
Πάντα έδειχνε ζήλο στην συλλογή στοιχείων για τους Αγίους, που προέρχονταν από την Κρήτη και συχνά σε ομιλίες και κείμενα του έκανε εκτενείς αναφορές για αυτά τα πρόσωπα της Ορθοδοξίας, για τα οποία μέχρι τότε δεν είχε γίνει κάποια συστηματική εργασία ανάδειξης της ιστορικής, εκκλησιαστικής και πνευματικής τους δράσης.
Η συμβολή του στον τομέα αυτό ξεκίνησε καταρχήν μέσα από τα κηρύγματα του και μέσα από τα εγκαίνια ναών στην μνήμη Κρητών Αγίων.
Η πρώτη συγγραφική προσέγγιση του θέματος έγινε με την τριλογία των βιβλίων «Χριστού Ευωδία» το 1976, «Χριστού Σμύρνα» το 1980 και «Χριστού Λίβανος» το 1982. Στα βιβλία αυτά ο συγγραφέας τους προσπάθησε και ανέδειξε επιτυχώς τη συμβολή των Αγίων της Εκκλησίας, προβάλλοντας τους, ως παραδείγματα μίμησης, ως ινδάλματα πίστεως, αγώνων και πρόσφορα προς την Ορθοδοξία. Στα ίδια βιβλία δημοσίευσε κάποιες από τις ακολουθίες των Αγίων αυτών, όπως επίσης ύμνους και εγκώμια και παρουσίασε τα στοιχεία που είχε στη διάθεση του με πατερική ικανότητα.
Ήταν όντως ογκώδη και καλαίσθητη η έκδοση της τριλογίας αυτής που άφησε εποχή και ανέδειξε το θεολογικό μεγαλείο του Αγιολόγου συγγραφέα Τίτου Συλλιγαρδάκη.
Εξειδικεύοντας, ακολούθως τις εργασίες του στους Αγίους της Κρήτης, έδωσε τα δύο έργα του, με τα οποία έχουμε την πρώτη ουσιαστική ανάδειξη τους στη Ιστορία της Εκκλησίας της Κρήτης.
Πρόκειται για το βιβλίο «Κρήτες Άγιοι» που κυκλοφόρησε το 1983 και το μνημειώδες έργο «Κρητικόν Λειμωνάριον» που κυκλοφόρησε το 1984 και ήταν το τελευταίο της εκδοτικής παρακαταθήκης που άφησε στις επόμενες γενιές.
Τα έργα του αυτά, υπήρξαν καρπός πολυετούς ερευνητικής εργασίας. Συνέλεξε στοιχεία, μαρτυρίες, παλαιότερα έντυπα με ακολουθίες και βιογραφικά, μελέτησε πηγές και κατέληξε σε ένα ουσιαστικό επιστημονικό επίτευγμα.
Στο βιβλίο «Κρήτες Άγιοι» παρουσίασε ευσύνοπτα και με βιωματικό τρόπο, όλους τους Αποστόλους, τους Αγίους, τους Μάρτυρες, Οσιομάρτυρες, Παρθενομάρτηρες, Ιερομάρτυρες, Νεομάρτυρες, Ομολογητές, Οσίους και Δίκαιους, που συνθέτουν το πλούσιο Αγιολόγιο της Κρήτης, βεβαίως το μέχρι τότε γνωστό ή άγνωστο στο ευρύ κοινό.
Πρόκειται για Αγίους, που έδρασαν και εκδήμησαν στην Κρήτη, για μη Κρήτες Αγίους, οι οποίοι έδρασαν στο νησί μας και συνδέθηκαν με την εκκλησιαστική του ιστορία, καθώς και για Κρήτες, που γεννήθηκαν στη μεγαλόνησο αλλά έδρασαν σε άλλες ‘γειτονιές του κόσ
«Κατάκαρπο δένδρο είναι η Κρήτη. Παράγει καρπούς που τρέφουν το σώμα της και καρπούς που τρέφουν την ψυχή της. Ψυχοτρόφοι καρποί της είναι οι Άγιοι της. Έθρεψαν και τρέφουν τις ψυχές μας» έγραψε στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου του αυτού ο Μητροπολίτης Τίτος, προκειμένου να δώσει την ουσία της προσπάθειας του. Στο ίδιο βιβλίο διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Στη μνήμη μου λιτανεύουν οι «αγιασθέντες, αγιάσαντες και αγιάζοντες» Κρήτες Άγιοι. Στο όνομα τους εγκαινίασα πολλούς ιερούς ναούς και παρεκλήσια. Στην εορτή τους γνώρισα και συμπάθησα τη μορφή τους. Τριάντα μία γνωριμίες σημειώνει το ημερολόγιο μου. Και το πάθος του πόθου μου: η γνωριμία μου αυτή να κοινολογηθεί, να μορφοποιηθεί σε κήρυγμα, κείμενο και σχήμα, να δέσει και να δώσει βίβλιο».
Και έδωσε λοιπόν, εκείνο το πρώτο βιβλίο, που ήταν μια σπουδαία δουλειά. Με σύντομα κείμενα, με βιογραφικά, με υμνογραφικά, με καταλόγους, με μηνολόγια, με χρονολογίες ακόμα και με τα ονόματα των Επισκόπων της Κρήτης που συμμετείχαν στις Οικουμενικές Συνόδους.
Το έργο του « Κρήτες Άγιοι» ήταν η πρώτη σπουδαία δουλειά, εκείνη που ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο για τους σύγχρονους επιστήμονες Αγιολόγους.
Η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε από τον ίδιο με τη έκδοση του «Κρητικού Λειμωναρίου» που κυκλοφόρησε το 1984.
Το μνημειώδες αυτό έργο, στο οποίο συνέβαλε με πολλά στοιχεία ο καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης, στενός συνεργάτης του Τίτου, κυκλοφόρησε σε 560 σελίδες διαστάσεων 21Χ29, χρυσόδετο και δερματόδετο σε πολυτελές χαρτί, καλαίσθητα διακοσμημένο.
Περιελάμβανε 43 ασματικές ακολουθίες Κρητών Αγίων, Οσίων, Μαρτύρων και Ιεραρχών, που συγκεντρώθηκαν μετά από πολυετή κοπιώδη προσπάθεια. Σε κάθε μία από αυτές υπήρχε σύντομο σημείωμα για τον υμνογράφο της καθώς και χρήσιμα στοιχεία για άλλους υμνογράφους, που είχαν συντάξει αντίστοιχα ή διασώζονταν κάποια στοιχεία των έργων τους.
Για τη έκδοση του υποβλήθηκε συγκεκριμένο σχέδιο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 17 Ιουνίου 1983.
Το σχέδιο έκδοσης εγκρίθηκε από την Σύνοδο του Οικουμενικού Θρόνου και η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στον συγγραφέα με Πατριαρχικό γράμμα του μακαριστού Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου στις 10 Σεπτεμβρίου 1983, το οποίο επαινούσε την ερευνητική εργασία του Μητροπολίτη και ευλογούσε την έκδοση του Κρητικού Λειμωναρίου.
Ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης, ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά, ότι με το έργο αυτό, το οποίο χαρακτήριζε σπουδαίο, θα διασωθούν όλα τα διάσπαρτα σε πολλά χειρόγραφα στοιχεία για τους Κρήτες Αγίους και κυρίως οι ασματικές τους ακολουθίες, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία και στο γεγονός έκδοσης συγκεκριμένων νέων ακολουθιών.
Διότι, πρέπει να τονίσουμε, ότι μέσα στον τόμο αυτό, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά οι ασματικές ακολουθίες οκτώ Κρητών Αγίων, τις οποίες συνέθεσε ο σπουδαίος υμνογράφος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Πέρα όμως από όλα αυτά τα επιστημονικού ενδιαφέροντος στοιχεία, εκείνο το οποίο ο ίδιος ο Μητροπολίτης Τίτος προέβαλε μέσα και από αυτή την έκδοση, ήταν η βιωματική σχέση που ένιωθε να έχει με τους Αγίους της Κρήτης.
Το πόσο αγαπούσε τους Αγίους του Κρήτης, πόσο τους πίστευε και τους λάτρευε, φαίνεται ξεκάθαρα στο προλογικό σημείωμα του, το οποίο αναφέρει, μάλιστα, ότι συνέταξε στις 25 Αυγούστου του 1983 ημέρα της ονομαστικής του εορτής και μέσα στο Ναό του Αγίου Αποστόλου Τίτου, ο οποίος προφανώς είναι το παρεκκλήσι εντός του Επισκοπείου, που ο ίδιος ανήγειρε.
Αφού λοιπόν τόνισε, ότι εγκαινίαζε ναούς στη μνήμη των Κρητών Αγίων αποσκοπώντας στην αναζωπύρωση της ιστορικής μνήμης του «Θεόφρονος» ποιμνίου του, έγραψε μεταξύ άλλων, ότι «Εκ λειτουργικής, όθεν, και εορτολογικής ανάγκης και ενδιαθέτου νοσταλγίας υποκινούμενοι, προέβημεν εις την σταχυολόγησιν προγενεστέρων εκδόσεων, παλαιών κειμένων ή εφθαρμένων χειρογράφων, ομού μετά των εξ’ υπαρχής ποιηθέντων νέων τοιούτων, προκειμένου να φιλοπονήσωμεν και εκδόσωμεν τύποις δύο αυτοτελείς εκδόσεις: α) Κρήτες Άγιοι, τουτέστιν εκλαϊκευμένας βραχυβιογραφίκάς ψυχογραφίας προς κοινωφελή γνώσιν και χρήσιν του Χριστεπώνυμου Πληρώματος, και β) Κρητικόν Λειμωνάριον, τουτέστιν Ιεράς Ακολουθίας των Κρητών Αγίων προς λειτουργικήν χρήσιν και διακονίαν του ιερού αναλογίου του λειτουργημένου χώρου και εορτολογικού χρόνου της Εκκλησίας ημών.»
Το έργο αυτό ήταν πραγματικά μοναδικό για την εποχή του και βραβεύτηκε το 1988 από την Ακαδημία Αθηνών!
Δυστυχώς, ο δημιουργός του δεν ευτύχησε να ζήσει την κορυφαία αυτή στιγμή της συγγραφικής του προσπάθειας.
Η τιμή ήρθε μετά την εκδημία του!
Των δύο αυτών εκδόσεων, ακολούθησε πλήθος άρθρων διακεκριμένων ανθρώπων του πνεύματος και των γραμμάτων, θεολόγων και ιστορικών, οι οποίοι μέσα από τη βιβλιοκρισία τους επαίνεσαν την ερευνητική και συγγραφική δουλειά του Τίτου Συλλιγαρδάκη και ουσιαστικά ανέδειξαν την πρωτοτυπία και την πρωτοπορία του.
Διότι ο Τίτος Συλλιγαρδάκης, ήταν ουσιαστικά ο πρώτος που συνέταξε μια ολοκληρωμένη, συγγραφικά και εκδοτικά, δουλειά ανάδειξης της Αγιολογίας της Κρήτης.
Έβαλε το «θεμέλιο λίθο» για να ακολουθήσουν έκτοτε και άλλες πολυσήμαντες προσπάθειες και εκδόσεις από σύγχρονους Θεολόγους.
Συμπερασματικά καταλήγουμε λέγοντας, ότι ο Τίτος Συλλιγαρδάκης δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος Ιεράρχης, ένας σεβάσμιος Αρχιθύτης και ένας δημιουργικός Ποιμένας. Ήταν παράλληλα ένας φωτισμένος Θεολόγος, ο οποίος έβαλε γερά θεμέλια στην ανάδειξη των Αγίων της Κρήτης και άνοιξε το δρόμο για τους σύγχρονους Θεολόγους, Αγιολόγους και ερευνητές.
Το έργο του, το οποίο σήμερα σώζεται, καταδεικνύει, το πώς ακριβώς είναι στην ουσία και στην πράξη, μια πολυσχιδής προσωπικότητα με πολυεπίπεδη δράση και παρεμβατική διακονία σε όλους τους τομείς ευθύνης του.
Σήμερα, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την αιφνίδια εκδημία του στις 11 Σεπτεμβρίου 1987, παραμένει στις ψυχές και στην καρδιά του Ποιμνίου του.
Παράλληλα όμως αναδεικνύεται ως ο πρωτοπόρος Αγιολόγος, ο οποίος μέσα από το μνημειώδες έργο του, ξεκίνησε ένα νέο τομέα έρευνας στο επιστημονικό πεδίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και της Θεολογίας.
*Η εργασία αυτή ανακοινώθηκε πρώτη φορά στο ΙΑ’ Κρητολογικό Συνέδριο. Ρέθυμνο 2011.
Του Μανούσου Κλάδου*