fbpx

Νέστωρ Ι. Βασσάλος

O Γέροντας
Νέστωρ Ι. Βασσάλος
   Ο Νέστωρ Ι. Βασσάλος  γεννήθηκε, στους Δαφνέδες Μυλοποτάμου, το έτος 1876, ενώ στην Ευρώπη διεξαγόταν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος.
Τό πατρικό σπίτι τοῦ Γέροντα
Τό πατρικό σπίτι τοῦ Γέροντα
Γονείς του ο Ιωάννης και η Ελένη Βασσάλου. Στην οικογένεια τού Ιωάννη και τής Ελένης Βασσάλου, εκτός του Νέστορος, υπήρχαν και άλλα πέντε παιδιά. μια αληθινά ευλογημένη πολυτεκνική οικογένεια. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ζαχαρίας, και, όπως ο ίδιος σεμνοπρεπώς καταθέτει, το έλαβε προς «αντικατάστασιν τού ολοκαυτωθέντος [ήρωος] Ζαχαρίου Χαιρέτη εις την Ιεράν Μονήν Αρκαδίου».
   Όταν ο Νέστωρ Ι. Βασσάλος έγινε έξι ετών (1881), λόγω της μεγάλης φτώχειας που κατέτρυχε την οικογένειά του, τον παρέλαβε ο ανάδοχός του Ανδρέας Τερζιδάκης, από το χωριό Πηγή Ρεθύμνου, για να τον μάθει γράμματα. Όταν, όμως, αργότερα, ο νονός του πέθανε, τον μικρό Ζαχαρία παρέλαβε ο θείος του Παρθένιος Βασσάλος, που τον καιρό εκείνο εκτελούσε χρέη Ηγουμένου στην Ι. Μονή Χαλέπας Μυλοποτάμου.
Όμως, ο υπερβάλλων ζήλος, με τον οποίο εφοδιάσθηκε από τον οικογενειακό του περίγυρο ο νεαρός υποτακτικός Ζαχαρίας, ώθησε αυτόν, κάποια στιγμή, σε μια πράξη απονενοημένη. να διαφύγει, δηλαδή, κρυφά, «διά θείου ζήλου κινούμενος», στην Ι. Μονή Κουδουμά, σε αναζήτηση μεγαλύτερης πνευματικότητας και υψηλοτέρων σταδίων άσκησης, που θα τον οδηγούσαν ασφαλέστερα στη «σώζουσαν αλήθειαν». Και τέτοια Μονή «διαβεβαιωμένη- όπως ο ίδιος σημειώνει στην αυτοβιογραφία του- διά τας αρετάς τών εκεί ασκουμένων αγίων ανδρών» ήταν η Ι. Μονή Κουδουμά. Και οι άνδρες που αναφέρει ως «αγίους» ήταν, ακριβώς, οι μοναχοί Παρθένιος και Ευμένιος.
Στην Ι. Μονή Κουδουμά ο νεαρός Ζαχαρίας διέμεινε για ένα χρόνο σε πλήρη αφάνεια. Ούτε αυτοί οι γονείς του δεν γνώριζαν την εκεί παρουσία του. Και όταν, κάποτε, ανεκάλυψαν το νέο ασκητικό ενδιαίτημά του πήγαν και τον πήραν και, διά το νεαρόν τής ηλικίας του, τον επανέφεραν και πάλι κοντά στον θείο του Παρθένιο, στην Ι. Μονή τής Χαλέπας.
          Αλλά και τη φορά αυτήν η Ι. Μονή τής Χαλέπας δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει ούτε να χωρέσει τις βαθύτερες πνευματικές αναζητήσεις και ανησυχίες τού νεαρού Ζαχαρία, ο οποίος, αφού διέμεινε σε αυτήν για ένα ακόμη έτος, κατόρθωσε, αναζητώντας και πάλι ακόμα μεγαλύτερη άσκηση και πνευματικότητα, να διαφύγει και πάλι κρυφίως, αλλά τη φορά αυτή σε χώρο άλλο, κατά πολύ πνευματικότερο και επισημότερο, στο κατ’ εξοχήν κέντρο τής Ορθόδοξης πνευματικότητας, στο Περιβόλι τής Παναγίας, το αγιώνυμον Όρος.Ὁ Γέροντας στό Ἅγιον Ὅρος
Ο Νέστωρ ήταν από τους ευλαβείς εκείνους νέους, που στην ψυχή του τα είχε μετουσιώσει όλα. και πατρίδα και γονείς και οικογένεια, για να επιτύχει την αρχική προϋπόθεση τού μοναχισμού, που είναι η «ξενιτεία» και να γίνει οικείος με τον επέκεινα πάσης κτίσεως Δημιουργό, εισερχόμενος διά της στενής πύλης.
    Εδώ ο Ζαχαρίας, στο Άγιον Όρος, θα βρει το θείο και ευλογημένο τής ψυχής του καταγώγιο στο μονύδριο τού Αγίου Δημητρίου, της Ι. Μονής Διονυσίου, όπου οι Πατέρες ασκούσαν με επιτυχία το διακόνημα τού αγιογράφου. Στο κελί αυτό θα διαμείνει για δέκα συναπτά έτη. Στο διάστημα αυτό, ο Ζαχαρίας έγινε μεγαλόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα Νέστωρ Ι. Βασσάλος, προς τιμήν τού μαθητή τού Αγίου Δημητρίου, Νέστορος, στο μονύδριο τού οποίου μόναζε.
O Γέροντας Στο Άγιον όρος
O Γέροντας Στο Άγιον Όρος
    Παράλληλα, μαθήτευσε με επιτυχία και περί την τέχνη τής αγιογραφίας, στην οποία, έκτοτε, λαμπρά έμελλε να διαπρέψει και με περισσό ζήλο να διακονήσει. Στις 23 Απριλίου 1905 ο Νέστωρ βρέθηκε για αγιογραφικές εργασίες στην Ι. Μ. Ζερμπίτσης, στη θέση Ξηροκάμπι Σπάρτης, στη δύναμη τής οποίας και ενεγράφη.   Στο διάστημα αυτό ο επίσκοπος Σπάρτης Γερμανός Τρωϊάνος- που, έκτοτε, συνδέθηκε μαζί του με δεσμά πνευματικής φιλίας και εγκαρδιότητας- τον προέτρεψε και τον χειροτόνησε σε ιερομόναχο, στους Μολάους της Σπάρτης.
Στη συνέχεια, ο Νέστωρ «επανήλθεν και πάλιν εις Άγιον Όρος και, μετά τριετίαν εις αυτό, κατήλθεν και πάλιν εις Κρήτην», λόγω κλονισμού που υπέστη η υγεία του. Ο γνωστός Λαυριώτης ιατρός Γέρων Αθανάσιος Καμπανάος τον προέτρεψε για κάποιο χρονικό διάστημα να αλλάξει κλίμα και τρόπο διατροφής. Έτσι, το έτος 1916 ο Νέστωρ θα επανακάμψει στο Ρέθυμνο και θα διαμείνει σε αυτό επί δεκαοκτώ έτη, μέχρι το έτος 1934.
   Στο διάστημα αυτό η υγεία του αποκαταστάθηκε πλήρως και γύρω του άρχισε να δημιουργείται μια έντονη πνευματική κίνηση, γιατί ο Γέροντας, μαζί του, κουβαλούσε τον επίζηλο τίτλο τού ευσεβούς «Αγιορείτη» μοναχού. Η θεοσέβεια στα δίσεκτα εκείνα χρόνια τής πολιτικής ρευστότητας και των αλλεπάλληλων πολεμικών συγκρούσεων και αναταραχών ήταν δεδομένη και βέβαιη για τους πολλούς εκ των ανθρώπων.
   Αρχικά, ο Νέστωρ διορίστηκε εφημέριος σε πλείστα χωριά τής επαρχίας Ρεθύμνου. στου Γάλλου, στην Αγία Ειρήνη, στο Ρουσσοσπίτι και τα Μικρά Ανώγεια. Για ένα μεγάλο δε διάστημα (1916- 1934) ο Νέστωρ διετέλεσε και οικονόμος (εις τύπον ηγουμένου- επιστάτη) της Ι. Μονής Μυριοκεφάλων. Ταυτόχρονα, παρέδιδε στους Ρεθυμνιώτες νέους μαθήματα ζωγραφικής και αγιογραφίας, τα οποία, από το πλήθος των μαθητών που συγκέντρωσε, συμπεραίνουμε ότι θα γνώρισαν ιδιαίτερα μεγάλη επιτυχία. Στην άσκηση τής διδασκαλίας τής ζωγραφικής ο Νέστωρ εμφανίζεται εξαιρετικά οργανωμένος, αφού- όπως διαβάζουμε από σχετική επιγραφή ιστορικής φωτογραφίας τού έτους 1927- ο Νέστωρ φαίνεται να είχε συστήσει, άτυπα, στην πόλη μας και «Όμιλο Μαθητευόντων και Μαθητευουσών Καλλιτεχνών», με εκατό δύο μαθητές και μαθήτριες , γεγονός, νομίζουμε, που επιβεβαιώνει περίτρανα την άποψη που διατυπώσαμε μόλις παραπάνω για την απήχηση που θα είχαν στην πόλη μας τα μαθήματα τού Νέστορος.
   Στις 15 Αυγούστου τού έτους 1934, στην Ι. Μονή Κουδουμά, παρατηρήθηκαν μεγάλα έκτροπα και επεισόδια λυπηρά κατά την πανήγυρη τής εορτής τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, που κλόνισαν την μέχρι τότε μεγάλη φήμη για την πνευματικότητα τού μοναστηριού και έγιναν αφετηρία σοβαρής παρακμής και κατάπτωσης αυτού. Και η κατάσταση αυτή εκκολαπτόταν ήδη από τον Μάρτιο τού 1924, όταν έγινε στην Ελλάδα η γνωστή αλλαγή τού Ημερολογίου.
   Τα γεγονότα αυτά προβλημάτισαν έντονα τον Νέστορα, λόγω τού μεγάλου ενδιαφέροντος και της εγνωσμένης αγάπης του προς το εν λόγω Μοναστήρι, στο οποίο και ο ίδιος, έφηβος δεκαπέντε, μόλις, ετών- στα χρόνια της πολυθρύλητης και από δεκάδες θαύματα σημαδεμένης ηγουμενίας τού οσίου Παρθενίου- για ένα έτος, είχε εγκαταβιώσει. Η αγάπη του αυτή προς την Ι. Μονή Κουδουμά ενέβαλε τον Νέστορα σε μεγάλες πνευματικές ανησυχίες, για το εάν, δηλαδή, και κατά πόσον το «Νέο Ημερολόγιο» ήταν θεολογικά ορθό και εξασφάλιζε τη σωτηρία τής ψυχής τού ανθρώπου. Το Ημερολόγιο κατέστη, έκτοτε, για τον ευσεβή ιερομόναχο θέμα βαθιά συνειδησιακό. Μέσα του βρισκόταν σε μια μόνιμη και βασανιστική πάλη για το ποιος ήταν ο σωστός δρόμος, ο δρόμος τής Ορθοδοξίας και ορθοπραξίας.
   Προς τούτο και προκειμένου, όπως ο ίδιος σημειώνει, «να εξακριβώση εάν δογματικώς το ημερολόγιον έφερε αίρεσιν εις την Αγίαν Τριάδα επήγεν και πάλιν εις το Άγιον Όρος προς περισσοτέραν ακρίβειαν και γενομένης τοπικής συνόδου απεφάνθησαν οι Πατέρες ότι δογματικώς δεν φέρει το ημερολόγιον καμιάν αίρεσιν εις την ορθοδοξίαν».
   Αυτή, λοιπόν, τη διερευνητική τού Νέστορος επίσκεψη στο αγιώνυμον Όρος θα πρέπει να την τοποθετήσουμε αμέσως μετά τον δεκαπενταύγουστο τού 1934, οπότε και σημειώθηκαν τα πρώτα δραματικά επεισόδια στον Κουδουμά και ακολούθησε ο δεύτερος, με επίκεντρο, πλέον, την Ι. Μονή Κουδουμά, τοπικός (ανά την Κρήτη) περί το Ημερολόγιο διχασμός. Ο Νέστωρ, κατά λέξη, για το ταξίδι του αυτό σημειώνει στην αυτοβιογραφία του: «Μετέβην εις Άγιον Όρος ένεκα του διχασμού περί του ημερολογίου».
   Ο Νέστωρ διέμεινε στο Όρος για ένα, ακόμη, έτος διερευνώντας πνευματικά το θέμα τής σωτηρίας διά τού νέου Ημερολογίου. Παράλληλα, επιδίδεται σε αυστηρή άσκηση, νηστεία και προσευχή και αναδεικνύεται σε σπουδαία μοναχική φυσιογνωμία. Έχει πάρει την απόφασή του να μείνει πλέον οριστικά στο Άγιον Όρος, που ένιωθε να αναπαύει βαθιά την ψυχή του. Όμως, «άλλαι αι βουλαί των ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». Γιατί στο διάστημα αυτό τής αυστηρής άσκησης και των πνευματικών του περί την Ορθοδοξία και το Νέο Ημερολόγιο εντρυφήσεων ο Νέστωρ- όπως σημειώνει στην Αυτοβιογραφία του- «είδεν οπτασίαν διαφωτισθείς εκ θείου πνεύματος και διαταχθείς εκ θείας αποκαλύψεως να κατέλθη και πάλιν εις Κρήτην, διά να ανακαλύψη τον ιερόν Ναόν τού Σωτήρος Χριστού (η Μεταμόρφωσις [τού Σωτήρος]) κείμενον εν τοις ορίοις τού χωρίου Γάλλου, τής τοποθεσίας Κουμπέ, ος έχων άφθονον και ιαματικόν ύδωρ, τουθόπερ αρδεύεται και η πόλις Ρέθυμνα. Και έλεγα εις τον Κύριον: ‘και πώς δύναμαι, Κύριε, εις ξένην γήν να κάμω ανασκαφάς να ανακαλύψω την εκκλησίαν Σου;’ Και η αόρατος φωνή και θεία δύναμις του λέγει: ‘Κάτελθε εις Κρήτην, τάδε λέγει Κύριος. Εγώ θα διατάξω τους κληρονόμους, οι έχοντες τα μερίδια εις τα οποία κείται η εκκλησία, να σου τα πωλήσουν, διά να ανεγερθεί ο ναός μου’». Στο κορυφαίο αυτό σημείο, στο οποίο αναφερόμαστε στο όραμα τού Κυρίου προς τον Νέστορα, αφήσαμε τον ίδιο τον Γέροντα- ο οποίος είχε την ανεπανάληπτη αυτήν εμπειρία τού θείου- να μας μιλήσει και εξομολογηθεί, με τα ίδια του τα λόγια, μέσα από τη Αυτοβιογραφία του.
Χειρόγραφο τοῦ Γέροντα
Χειρόγραφο τοῦ Γέροντα
   Η περιοχή από το σπηλαιώδες ναΰδριο του αγίου Σπυρίδωνος, ανατολικά, μέχρι το ρυάκι, στο σημερινό στρατόπεδο, δυτικά, ήταν διανεμημένη σε ένδεκα μερίδια, ίσα σε μήκος και πλάτος, διότι ο ιδιοκτήτης της Νικόλαος Βώλακας είχε ένδεκα παιδιά. Ο Νέστωρ από τα μερίδια αυτά, με χρήματα δικά του, αγόρασε έξι (06) και αμέσως με τη βοήθεια και πολλών ευσεβών Ρεθεμνιωτών, τους οποίους γνώριζε καλά από το παρελθόν, αλλά και παλιών ενοριτών του Γαλλιανών, οι οποίοι τον υπεραγαπούσαν, «ενεργήσας ανασκαφάς ανεύρεν την εκκλησίαν», που είχε μήκος- σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του- είκοσι τεσσάρων μέτρων και πλάτος δεκαπέντε, «τριμάρτυρος, ρυθμού βασιλικού, διάφορα σκεύη, εικόνας και δύο λαξευτά μνημεία».
   Από το έτος 1936 στην ιερά κορυφή άρχισαν να καταφθάνουν και οι πρώτες μοναχές, με πρώτη την Μακαρία, μητέρα τής σημερινής Ηγουμένης Πανσέμνης Αυγουστάκη, από τις Μέλαμπες. Το 1942, επί Γερμανικής Κατοχής, προσέρχεται στο μοναστήρι και η ηγουμένη Πανσέμνη, δεκάξι μόλις ετών, κοντά στη μητέρα της Μακαρία, προκειμένου να διδαχθεί από τον Νέστορα την αγιογραφική τέχνη.
Ο βράχος με τον καιρό έλαμψε και κατέστη η σημερινή πνευματική όαση, που προσμετρά ήδη βίον εβδομήντα και πλέον ετών. Μύρισε ο τόπος, οι πέτρες λουλούδιασαν, οι γλάστρες με τα βασιλικά και τις ορτανσίες φούντωσαν και τ’ αγιοκλήματα και τα γιασεμιά πήραν ένα γύρο και ανθοστόλισαν στοργικά τις καμάρες των κελιών.
Ὁ Γέροντας μέ τή πρώτη Ἀδελφότητα
Ὁ Γέροντας μέ τή πρώτη Ἀδελφότητα
   Είναι τα έτη, κυρίως, από το 1935- έτος ίδρυσης τής Μονής- μέχρι το 1957- έτος κοίμησης τού Γέροντα- αλλά και τα προηγούμενα, 1915- 1934, που σηματοδοτήθηκαν από την πνευματική παρουσία του, που, κατά κοινή ομολογία και μαρτυρία, αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα και ορόσημο πνευματικότητας για την πόλη μας. Είναι η εποχή που όλοι οι παλιοί Ρεθεμνιώτες θυμούνται νοσταλγικά, όταν η πολιτεία μας φοιτούσε ανελλιπώς κάτω από τη στοργική, πνευματική και φιλάνθρωπη παρουσία τού θρυλικού Γέροντός της, του π. Νέστορος Βασσάλου. Άντρες, γυναίκες, παιδιά- αγόρια και κορίτσια- ανηφόριζαν καθημερινά στο μοναστήρι του, στην κυψέλη αυτήν της χάριτος, για να ακούσουν λόγο, να εξομολογηθούν ή να παρακολουθήσουν τα μαθήματα ζωγραφικής και αγιογραφίας που καθημερινά παρέδιδε ο ασκητικός ιερομόναχος σε κείνες τις δύσκολες ημέρες τού πολλαπλά στερημένου προπολεμικού (1936-1940), αλλά και μεταπολεμικού Ρεθύμνου (1944-1957).
   Η δράση αυτή του Νέστορος Βασσάλου ανάμεσα στους Ρεθυμνιώτες θεωρούμε ότι σαφώς, όσο τίποτε άλλο, καταδεικνύει ότι ο καλόγερος αυτός είχε βαθιά μέσα του την επίγνωση τής κοινωνικής, της εγκόσμιας διάστασης τού Χριστιανισμού. Θεωρούσε, δηλαδή, ότι μέσα στα προσωπικά του καθήκοντα ήταν και η αδιάκοπη προσπάθειά του για τον άνθρωπο και την κατά Χριστόν παιδεία και πρόοδό του. Το ιδεώδες τής ζωής του- όσο κι αν αυτός αγαπούσε και ειλικρινά ποθούσε την ασκητική μόνωση και ησυχία- ήταν και παρέμεινε βαθιά ανθρώπινο και κοινωνικό. Για τούτο και το μοναχικό του ιδεώδες δε στάθηκε ποτέ ο αναχωρητισμός αλλά το κοινόβιο- έχοντας και την πνευματική εμπειρία τού Αγίου Όρους, στο οποίο, ευτυχώς, σήμερα η επιστροφή στο κοινόβιο είναι σχεδόν πλήρης- και την κατεύθυνση αυτήν και παρακαταθήκη άφησε ο Γέροντας και στις υπ’ αυτόν αδελφές, που ευλαβώς συνεχίζουν μέχρι σήμερα να εφαρμόζουν στη μοναστηριακή τους ζωή.
    Ο Νέστωρ Βασσάλος κοιμήθηκε στην κλινική τού Γρηγορίου Δανδόλου, στις 7 Ιανουαρίου 1957, σε ηλικία 85 ετών.
Ὁ τάφος τοῦ Γέροντα στήν αὐλή τῆς Μονῆς
Ὁ τάφος τοῦ Γέροντα στήν αὐλή τῆς Μονῆς
ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
 
 
 Ι. 
Νέστωρ Ι. Βασσάλος
Νέστωρ Ι. Βασσάλος
Νέστωρ Ι. Βασσάλος
Νέστωρ Ι. Βασσάλος

Ἔργα τοῦ Γέροντα

Καλάθι αγορών
elGreek