Ἅγιος Ἐφραίμ
Σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό Ρέθυμνο, στήν περιοχή Καβούσι τοῦ χωριοῦ Κάστελλος, Ρεθύμνου, ὑπάρχει ἰδιόκτητο παρεκκλήσιο τιμώμενο ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἐφραίμ, τό ὁποῖο ἀνήγειραν οἱ εὐσεβεῖς οἰκογένειες Γεωργίου καί Ἐλισσάβετ Ἀκουμιανάκη καί Γεωργίου καί Γεωργίας Βιβιλάκη καί τό ὁποῖο εὐλαβῶς προσέφεραν στήν Ἱ. Μονή Σωτῆρος Χριστοῦ, Κουμπέ, τόν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 2008. Τό ἱερό Μετόχι πανηγυρίζει τήν 5η Μαΐου, ἡμέρα μνήμης τοῦ Μεγαλομάρτυρος Ἐφραίμ.
Ὁ Ἅγιος καί Μεγαλομάρτυς Ἐφραίμ, γόνος πολύτεκνης οἰκογένειας, γεννήθηκε στά Τρίκαλα, στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1384 μ.Χ. Σέ ἡλικία 14 χρόνων, τό 1398, μέ τήν προτροπή τῆς εὐσεβοῦς μητέρας του- πού γνώριζε τή μοναχική του κλίση- καί προκειμένου νά ἀποφύγει τή βίαιη στρατολογία (παιδομάζωμα) ἀπό τόν Σουλτάνο Βαγιαζίτ τόν Α΄, τόν Κεραυνό, κατέφυγε στή Σταυροπηγιακή- ἀνδρική τότε- Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στό ὄρος τῶν Ἀμώμων (Καθαρῶν) τῆς Ἀττικῆς, στούς πρόποδες τοῦ ὁποίου εἶναι χτισμένη σήμερα ἡ Νέα Μάκρη. Ἐδῶ, μέ φλογερό ζῆλο ἐπιδόθηκε στή θεία καί ἀγγελική Πολιτεία. Ἡ ἁγνή καρδιά του ἀνθοφόρησε σάν ἀνοιξιάτικη τριανταφυλλιά καί εὐώδιασε ζώντας ὡς ἄγγελος Θεοῦ μέ τούς ἀδελφούς τῆς Μονῆς, πρῶτα ὡς μοναχός καί μετά ἀπό λίγα χρόνια καί ὡς ἱερέας.
Στό μοναστήρι ὁ Ἐφραίμ δαπανοῦσε πολύ λίγο ἀπό τόν χρόνο του. Συνήθως ἦταν ἀπομονωμένος σέ μια σπηλιά τῆς περιοχῆς, ὅπου καί ἀσκήτευε μέ προσευχή καί νηστεία. Τό 1416 οἱ Τοῦρκοι εἰσέβαλαν καί λεηλάτησαν τήν Ἀττική καί ἀνάγκασαν τόν Δούκα τῶν Ἀθηνῶν Ἀντώνιο Ἀτζαγιόλι νά δηλώσει ὑποταγή στόν Σουλτάνο. Ὀκτώ χρόνια ἀργότερα, τό 1424, οἱ Τοῦρκοι εἰσέβαλαν βιαίως καί στήν Ἱ. Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας κατέσφαξαν βίαια ὅλους τούς Πατέρες. Ὁ Ἅγιος τήν ὥρα ἐκείνη ἀπουσίαζε γιά προσευχή στή σπηλιά (ἀσκητήριό του), πάνω στό βουνό καί, μόλις ἐπέστρεψε, μέ δέος ἀντίκρισε τήν καταστροφή καί τά πτώματα τῶν Πατέρων σκορπισμένα σέ ὅλους τούς χώρους τοῦ μοναστηριοῦ. Τούς διάβασε τήν ἐπικήδειο ἀκολουθία, τούς ἔθαψε κατά τά «κεκανονισμένα» καί τούς θρήνησε γοερῶς. Στή συνέχεια, ἀποσύρθηκε μόνιμα πλέον στήν σπηλιά ὅπου ἀσκήτευε. Στό μοναστήρι κατέβαινε μόνο στίς μεγάλες ἑορτές, προκειμένου νά λειτουργήσει στό κατεστραμμένο καθολικό του.
Σέ μιά τέτοια μεγάλη ἑορτή, στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1425 (ἡμέρα μνήμης τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ), οἱ Τοῦρκοι ἐπανῆλθαν στή Μονή. Βρῆκαν τόν Ἅγιο, τόν συνέλαβαν καί ἄρχισαν νά τόν ὑποβάλουν σέ φρικτά βασανιστήρια γιά ὀκτώ ὁλόκληρους μῆνες, μέχρι τίς 5 Μαΐου τοῦ 1426, ὁπότε, κρεμασμένος ἀνάποδα καί καρφωμένος μέ καρφιά στόν κορμό μιᾶς τεράστιας μουριᾶς, παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο, σέ ἡλικία μόλις 42 ετών.