fbpx

Εἰς τὸν παραλυτικόν της Καπερναοὺμ (Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν). Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Σήμερα θὰ εἰπῶ πρὸς τὴν ἀγάπη σας ὡς προοίμιο τὰ ἴδια τὰ δεσποτικὰ λόγια, μᾶλλον δὲ τὴν πεμπτουσία τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· «μετανοεῖτε, διότι ἤγγισε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Καὶ δὲν ἤγγισε μόνο, ἀλλὰ καὶ εἶναι μέσα μας· διότι, εἶπε πάλι ὁ Κύριος, «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι μέσα μας».

Καὶ δὲν εἶναι μόνο μέσα μας, ἀλλὰ σὲ λίγον καιρὸ φθάνει περιφανέστερα, γιὰ νὰ καταργήση κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ δύναμι καὶ νὰ προσφέρη τὴν ἀκαταμάχητη ἰσχύ, τὸν ἀδαπάνητο πλοῦτο, τὴν ἀναλλοίωτη καὶ ἄφθαρτη καὶ ἀτελεύτητη τρυφὴ καὶ δόξα, ἐξουσία καὶ δύναμι, μόνο σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ζήσει ἐδῶ κατὰ τὸ θέλημα καὶ τὴν ἀρέσκεια τοῦ Θεοῦ.

2. Επειδή λοιπὸν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἤγγισε καὶ μέσα μας εἶναι καὶ σὲ λίγον καιρὸ φθάνει, ἃς καταστήσωμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τὰ ἔργα τῆς μετανοίας ἀξίους αὐτῆς. Ἃς βιάσωμε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς ἀνακόπτοντας τὶς πονηρὲς προλήψεις καὶ συνήθειες· διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι βιαστὴ καὶ οἱ βιασταὶ τὴν ἁρπάζουν. Ἃς ζηλεύσωμε τὴν ὑπομονή, τὴν ταπείνωσι καὶ τὴν πίστι τῶν θεοφόρων πατέρων μας· διότι λέγει, «ἐξετάζοντας τὰ ἀποτελέσματα τῆς διαγωγῆς τούτων, νὰ μιμῆσθε τὴν πίστι τους». Ἃς νεκρώσωμε τὰ μέλη μᾶς τὰ ἐπίγεια, πορνεία, ἀκαθαρσία, κάθε κακὸ πάθος, καὶ τὴν πλεονεξία, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἱερῶν τούτων ἡμερῶν τῆς νηστείας. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος κατὰ σειρά, πρῶτα μας ἐδίδαξε περὶ τῆς μελλούσης φρικωδέστατης κρίσεως τοῦ Θεοῦ, ἔπειτα μᾶς ὑπενθύμισε περὶ τῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδὰμ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ μας ὑπέδειξε τὴν ἀσφαλέστατη πίστι, ἔτσι ὥστε μὲ τὸ φόβο τῆς πρώτης καὶ μὲ τὸν θρῆνο τῆς δευτέρας νὰ τηροῦμε μὲ βεβαιότητα τὴν πίστι, νὰ συμμαζεύωμε τοὺς ἑαυτούς μας, νὰ μὴ παραδιδώμαστε στὴν ἀκράτεια, νὰ μὴ ἀνοίγωμε θύρα καὶ προσφέρωμε χῶρο διὰ τῆς ἄπιστης καὶ ἄπληστης κοιλίας σὲ ὅλα τα πάθη καὶ φθάνωμε στὴν εὐρύχωρη καὶ πλατειὰ ὁδό, καταστρεφόμενοι μ’ εὐχαρίστησι κατὰ κάποιον τρόπο· ἀλλά, ἀφοῦ ἀγαπήσωμε τὴν στενὴ καὶ θλιμμένη ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τῆς ὁποίας ἀρχὴ καὶ πρῶτο στάδιο εἶναι ἡ νηστεία, νὰ διανύσωμε αὐτὴν τὴν τεσσαρακοστή των νηστησίμων ἡμερῶν μὲ εὐρωστία.

3. Πραγματικά ἐάν, ὅπως γιὰ κάθε πράγμα ὑπάρχει ὁ κατάλληλος καιρός, κατὰ τὸν Σολομώντα, καὶ γιὰ ὅλα ὑπάρχει ὁ χρόνος, ἔτσι καὶ γιὰ τὴν ἐκτέλεσι τῆς ἀρετῆς πρέπει κανεὶς νὰ ζητήση τὸν κατάλληλο καιρό, αὐτὸς ἐδῶ εἶναι καιρός, αὐτὴ ἡ τεσσαρακοστή των ἡμερῶν. Ἐὰν δὲ καὶ ὅλος ὁ βίος τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐπιτήδειος γιὰ τὴν κατάκτησι τῆς σωτηρίας, πολὺ περισσότερο εἶναι ὁ καιρὸς αὐτὸς τῆς νηστείας· καθ’ ὅσον καὶ ὁ ἀρχηγὸς καὶ χορηγός της σωτηρίας μᾶς Χριστὸς ἔκαμε τὴν ἀρχὴ ἀπὸ νηστεία, καὶ στὸ στάδιό της κατεπάλαισε καὶ κατεντροπίασε τὸν δημιουργό των παθῶν Διάβολο, ποὺ τοῦ ἐπετέθηκε παντοιοτρόπως. ‘Ὅπως πραγματικὰ ἡ ἀκρασία τῆς κοιλίας ποὺ ἀναιρεῖ τὶς ἀρετὲς εἶναι γεννήτρια τῆς ἐμπάθειας, ἔτσι καὶ ἡ ἐγκράτεια, ποὺ ἀναιρεῖ τους ἀπὸ τὴν ἀκρασία μολυσμούς, εἶναι γεννήτρια τῆς ἀπαθείας. Ἐὰν δὲ ἡ ἀκρασία προξενεῖ καὶ προξένησε τὰ πάθη ποὺ δὲν ὑπῆρχαν σ’ ἐμᾶς, πῶς, ὅταν ὑπάρχουν, δὲν θὰ τὰ αὐξήση καὶ στηρίξη, ὅπως ἡ νηστεία θὰ τὰ μειώση καὶ θὰ τὰ ἀφανίση; Εἶναι δὲ συζυγικαὶ μεταξύ τους ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια, ἔστω καὶ ἂν γιὰ τοὺς συνετοὺς ἐρευνητᾶς πότε πλεονεκτῆ ἡ μία καὶ πότε ἡ ἄλλη.

4. Ας μὴ τὶς διαζεύξωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τώρα, ἀλλὰ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πέντε ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδος ἃς τηροῦμε περισσότερο τὴ νηστεία, ἐνῶ κατὰ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ ἃς προσέχωμε μᾶλλον στὴν ἐγκράτεια παρὰ στὴν νηστεία, γιὰ νὰ ἀκούωμε μὲ σύνεσι τὰ εὐαγγελικὰ λόγια, τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς ἀναγγείλουν σήμερα τὴν θαυμαστὴ ἴασι τοῦ παραλύτου ποὺ πράγμα- τοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο ὄχι στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ στὴν Καπερναούμ. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, λέγει ὁ θεηγόρος Μάρκος, «εἰσῆλθε πάλι ὁ Ἰησοῦς στὴν Καπερναοὺμ γιὰ ἡμέρες». Αὐτὴν δὲ τὴν Καπερναοὺμ ὀνομάζει ἰδιαιτέρα πόλι τοῦ Κυρίου ὁ Ματθαῖος. Διότι ἰστορώντας καὶ αὐτὸς τὰ σχετικὰ μὲ τὸν παράλυτο τοῦτον, λέγει, «ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὴ δική του πόλι». Πραγματικά, ἀφοῦ ἐβαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη ἀπὸ τὸν Ἰωάννη καὶ τὸ Πνεῦμα ἐπέταξε ἐπάνω σ’ αὐτόν, ἐξάγεται στὴν ἔρημο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα γιὰ δοκιμασία καὶ μετὰ τὴν νίκη τοῦ κατὰ τοῦ πειρασμοῦ ἐπανῆλθε καὶ περιερχόταν τὰ πλησιόχωρα τοῦ Ἰορδάνη διδάσκοντας καὶ μαρτυρούμενος μὲ πολλοὺς τρόπους ἀπὸ τὸν Βαπτιστή, μέχρις ὅτου ὁ Ἰωάννης ἐφυλακίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Τότε δέ, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος, «ἀνεχώρησε στὴν Γαλιλαία καὶ ἐγκαταλείποντας τὴν Ναζαρέτ, ἦλθε καὶ κατοίκησε στὴν παραθαλάσσια Καπερναούμ».

5. Εξερχόταν λοιπὸν ἀπὸ αὐτὴν στὶς ἐρήμους χάριν προσευχῆς καὶ στὶς κωμοπόλεις τῶν γειτόνων γιὰ νὰ κηρύττη καὶ πάλι ἐπανερχόταν σ’ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ ὁ μὲν εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος τὴν ὠνόμασε ἰδιαιτέρα πόλι του, ὁ δὲ Μάρκος λέγει ὅτι εἰσῆλθε πάλι στὴν Καπερναοὺμ γιὰ ἡμέρες. «καὶ ἄκουσαν ὅτι εἶναι σ’ ἕνα οἶκο καὶ ἀμέσως συναθροίσθηκαν πολλοί, ὥστε νὰ μὴ χωροῦν ἄλλους οὔτε τὰ σημεῖα γύρω ἀπὸ τὴ θύρα»· διότι, ἀφοῦ τὸν περισσότερο χρόνο ἔμενε ἐκεῖ, ἀναγνωρίσθηκε καλύτερα διὰ τῶν πολλῶν καὶ μεγάλων θαυμάτων καὶ λόγων, γι’ αὐτὸ καὶ ἐποθεῖτο ὑπερβολικά. Καθὼς ἤκουσαν λοιπὸν ὅτι εἶναι πάλι κοντά, συνέρρευσαν πολυπληθεῖς· ὅπως δὲ λέγει ὁ Λουκᾶς εἶχαν συνέλθει καὶ ἀπὸ κάθε πόλι, μεταξὺ δὲ τῶν συνελθόντων ἤσαν Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι καὶ νομοδιδάσκαλοι· καὶ ἀπηύθυνε πρὸς αὐτοὺς τὸν λόγο. Τοῦτο δὲ ἦταν τὸ κυριώτερο ἔργο του, ὅπως καὶ προκαταβολικῶς ἐδήλωσε μὲ τὰ λόγια· «ἐξῆλθε ὁ σπορεὺς νὰ σπείρη τὸν σπόρο του», δηλαδὴ τὸν λόγο τῆς διδασκαλίας, καὶ «ἦλθα νὰ καλέσω τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια», ἡ δὲ κλῆσις γίνεται μὲ τὸν διδακτικὸ λόγο. Τοῦτο ἤθελε νὰ δηλώση καὶ ὁ Παῦλος ὅταν ἔλεγε, «ἡ πίστις γεννᾶται ἀπὸ τὴν ἀκοή, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ».

6. Απηύθυνε λοιπὸν ὁ Κύριος σ’ ὄους γενικῶς καὶ χωρὶς φθόνο τὸν λόγο τῆς μετανοίας, τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, τὰ λόγια τῆς αἰώνιας ζωῆς. καὶ ὅλοι μὲν ἤκουαν, ἀλλὰ δὲν ὑπήκουαν ὅλοι· διότι φιλήκοοι μὲν καὶ φιλοθεάμονες εἴμαστε ὅλοι, φιλάρετοι δὲ δὲν εἴμαστε ὅλοι. Πραγματικὰ εἴμαστε καμωμένοι νὰ ποθοῦμε πλὴν τῶν ἄλλων νὰ γνωρίζωμε καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν σωτηρία, γι’ αὐτὸ οἱ περισσότεροι ὄχι μόνο ἀκούουν εὐχαρίστως τὴν ἱερὰ διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ διερευνοῦν τοὺς λόγους, ἐξετάζοντάς τους κατὰ τὴν ἄποψί του ὁ καθένας σύμφωνα μὲ τὴν ἄγνοια ἢ σύνεσι ποὺ τὸν κατέχει. Γιὰ νὰ φέρωμε ὅμως τοὺς λόγους σὲ ἔργο ἢ καὶ νὰ καρπωνώμαστε ἀπὸ αὐτοὺς ὠφέλιμη πίστι, χρειάζεται εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγαθὴ προαίρεσις, ἡ ὁποία δὲν εὑρίσκεται εὔκολα, καὶ μάλιστα ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ δικαιώνουν ἑαυτοὺς καὶ εἶναι κατὰ τοὺς ἑαυτοὺς τῶν εἰδήμονες, ὅπως ἀκριβῶς ἤσαν οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι μεταξύ των Ἰουδαίων.

7. Γι’ αὐτὸ καὶ τότε, μένοντας στὸν οἶκο ἐκεῖνο, ἤκουσαν τὸ λόγο κι ἔβλεπαν τὰ τελούμενα θαύματα, ἐβλασφημοῦσαν ὅμως περισσότερο παρὰ ἐπαινοῦσαν τὸν διὰ τῶν ἔργων καὶ λόγων εὐεργέτην. Πραγματικά, ὅταν ὁ Κύριος ἐδίδασκε καὶ ὅλοι ἢ οἱ περισσότεροι ἐδέχονταν μὲ ἀνοικτὰ αὐτιὰ τοὺς λόγους τῆς χάριτος ποὺ ἐκπορεύονταν ἀπὸ τὸ στόμα του, λέγει, «ἔρχονται κάποιοι πρὸς αὐτόν, ποὺ ἔφεραν ἕνα παραλυτικὸ καὶ τὸν ἐσήκωναν τέσσερις, οἱ ὁποῖοι μὴ μπορώντας νὰ τὸν πλησιάσουν ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους ἐξεσκέπασαν τὴν στέγη τῆς οἰκίας ὅπου ἦταν ὁ Κύριος καὶ ἀνοίγοντας τρύπα κατέβασαν τὸ κρεββάτι στὸ ὁποῖο ἐκοιτόταν ὁ παραλυτικός». Εἶναι δυνατὸ νὰ νομισθῆ ὅτι ἡ πράξις ὅλη εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστεως τῶν συνοδῶν καὶ ὅτι ὁ Κύριος ἔδωσε στὴ συνέχεια τὴν ἴασι διότι ἐξετίμησε τὴν πίστι τους· ἀλλ’ ἐγὼ νομίζω ὅτι τοῦτο δὲν εἶναι ἀληθινό. Ἐὰν πραγματικὰ ὁ Κύριος, θεραπεύοντας τὸ ἀγόρι τοῦ ἀρχισυναγώγου, δὲν ἐζήτησε τὴν πίστι ἀπὸ αὐτό, ὅπως οὔτε ἀπὸ τὴν θυγατέρα τῆς Χαναναίας ἢ τοῦ Ἰαείρου, ἀρκούμενος στὴν πίστι αὐτῶν ποὺ προσῆλθαν ὑπὲρ αὐτῶν, ἀλλ’ ἀπὸ αὐτοὺς ἡ μὲν θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου ἦταν ἀποθαμένη, ἥ της Χαναναίας ἦταν ψυχοπαθής, τὸ δὲ ἀγόρι οὔτε καν ἦταν παρόν· ὁ παράλυτος αὐτὸς ὅμως ἦταν παρὼν καὶ κύριος του λογικοῦ του, ἂν καὶ ἦταν παράλυτος στὸ σῶμα. Γι’ αὐτὸ νομίζω ὅτι μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἐλπίδα καὶ πίστι τοῦ παραλυτικοῦ ἐδέχθηκαν τὴν πίστι στὸν Κύριο καὶ οἱ συνοδοί του κι ἐνθαρρύνθηκαν νὰ προσέλθουν σ’ αὐτόν. Πειθόμενοι στὸν παραλυτικὸ τοῦτον τὸν μετέφεραν καὶ τὸν ἀνέβασαν ἐπάνω στὴ στέγη καὶ τὸν κατέβασαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐμπρὸς στὸν Κύριο. Βέβαια ἐκεῖνοι δὲν θὰ ἐνεργοῦσαν ἔτσι χωρὶς τὴ θέλησι αὐτοῦ καὶ ἡ ἐπίτασις τῆς παραλύσεως προφανῶς δὲν εἶχε διαλύσει τὸ λογικὸ ἀλλὰ μᾶλλον τὰ ἐμπόδια καὶ προσκόμματα στὴν πίστι.

8. Ο ἔρως τῆς ἀνθρωπίνης δόξης ἀπεμάκρυνε τοὺς Φαρισαίους ἀπὸ τὴν πίστι πρὸς τὸν Κύριο· γι’ αὐτὸ ἔλεγε πρὸς αὐτούς, «πῶς μπορεῖτε νὰ πιστεύετε σ’ ἐμένα, δεχόμενοι δόξα ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ μὴ ζητώντας τὴ δόξα ἀπὸ τὸν μόνο Θεό;». Ἄλλους πάλι τοὺς ἐμπόδισαν ἀπὸ τὴν προσέλευσι ἀγροὶ καὶ γάμοι καὶ φροντίδες βιωτικῶν ἔργων, πράγματα ποὺ ἡ πάρεσις τοῦ σώματος τὰ παρέλυσε ὅλα καὶ τὰ ἐξέβαλε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ παραλύτου. Καὶ γι’ αὐτὸ στοὺς ἁμαρτωλοὺς ἡ νόσος εἶναι μερικὲς φορὲς ἀνώτερή της ὑγείας, διότι συνεργεῖ στὴ σωτηρία τους, καὶ τὶς μὲν ἔμφυτες ὁρμὲς πρὸς τὴν κακία ἀμβλύνοντας, τὸ δὲ χρέος τῶν σφαλμάτων ἐξοφλώντας κατὰ κάποιον τρόπο διὰ τῆς κακώσεως, τοὺς καθιστὰ δεκτικοὺς πρῶτα της ψυχικῆς θεραπείας, ἔπειτα καὶ τῆς θεραπείας τοῦ σώματος, καὶ μάλιστα ὅταν ὁ ἀσθενής, κατανοώντας ὅτι τὸ κτύπημα εἶναι θεραπεία ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ βαστάζει γενναίως, προσπίπτει μὲ πίστι στὸν Θεὸ καὶ ἐπικαλεῖται τὸν ἱλασμὸ διὰ τῶν ἔργων μὲ ὅση δύναμι ἔχει. Τοῦτο ὑπέδειξε κατὰ τὴν δύναμί του καὶ ὁ παράλυτος καὶ παρέστησε ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του, ἂν καὶ οἱ Φαρισαῖοι, μὴ μπορώντας νὰ τὸ συλλάβουν, ἐβλασφημοῦσαν κι ἐγόγγυζαν «ἀφοῦ εἶδε», λέγει, «ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστι τους, δηλαδὴ τοῦ κλινήρους ποὺ κατεβαζόταν καὶ αὐτῶν ποὺ τὸν κατέβαζαν ἀπὸ τὴ στέγη, λέγει στὸν παραλυτικό, τέκνο, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου».

9. Τι μακαρία ὀνομασία. Ἀκούει τὸ ὄνομα «τέκνο» καὶ υἱοποιεῖται ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ προσκολλᾶται στὸν ἀναμάρτητο Θεό, γενόμενος καὶ αὐτὸς ἀμέσως ἀναμάρτητος διὰ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν γιὰ ν’ ἀκολουθήση ἡ ἀνακαίνισις τοῦ σώματος, λαμβάνει πρωτύτερα τὴν ψυχὴ ἀνωτέρα της ἁμαρτίας ἀπὸ τὸν γνωρίζοντα ὅτι, ἀφοῦ πρῶτα ὑπέπεσε ἡ ψυχὴ στοὺς βρόχους τῆς ἁμαρτίας, ἐπηκολούθησαν κατὰ τὴ δικαία κρίσι τοῦ οἱ νόσοι τοῦ σώματος καὶ ὁ θάνατος

10. Αλλ’ οἱ Γραμματεῖς, ὅταν ἄκουσαν αὐτά, «διαλογίζονταν», λέγει, μέσα τους, γιατί λαλεῖ αὐτὸς βλάσφημα; ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀφήση ἁμαρτίες, ἐκτὸς ἑνός, τοῦ Θεοῦ;». Ὁ δὲ Κύριος, γνωρίζοντας ὡς ποιητὴς καρδιῶν καὶ τοὺς ἀφανεῖς λογισμοὺς τῶν καρδιῶν τῶν Γραμματέων, λέγει πρὸς αὐτούς· «τί διαλογίζεσθε αὐτὰ τὰ πράγματα στὶς καρδιές σας; τί εἶναι εὐκολώτερο, νὰ εἰπῶ στὸν παραλυτικό, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου ἢ νὰ τοῦ εἰπῶ, σήκω, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ περιπάτει;». Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς Γραμματεῖς ὁ Κύριος ἀδυνατοῦσε νὰ θεραπεύση τὸν παράλυτο, κατέφυγε πρὸς τὸ ἀφανὲς μέρος, τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων, ποὺ καὶ μόνο νὰ τὴν εἰπῆς μὲ τὸν λόγο, καὶ μάλιστα τόσο αὐθεντικῶς καὶ προστακτικῶς, εἶναι μὲν βλάσφημο, ἀλλὰ εὔκολο καὶ στοῦ καθενὸς τὸ χέρι. Γι’ αὐτὸ λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Κύριος, ἐὰν ἤθελα νὰ ἐκφέρω κενοὺς λόγους, ποὺ δὲν ἔχουν ἀποτέλεσμα σὲ πράξεις, θὰ ἦταν ἐξ ἴσου εὔκολο νὰ εἰπῶ χωρὶς πρακτικὸ ἀντικρυσμα καὶ τὴν ἔγερσι τοῦ παραλυτικοῦ καὶ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν. Γιὰ νὰ μάθετε ὅμως ὅτι ὁ λόγος μου δὲν εἶναι ἀνενεργός, καὶ ὅτι δὲν κατέφυγα στὴν ἄφεσι τῆς ἁμαρτίας ἐπειδὴ τάχα ἀδυνατῶ νὰ προσφέρω τὴν θεραπεία τῆς νόσου, ἀλλ’ ἔχω ἐξουσία θεϊκὴ ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς Υἱὸς ὁμοούσιος μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα, ἂν καὶ ἔγινα ὁμοούσιος μὲ σᾶς τοὺς ἀχάριστους κατὰ σάρκα – τότε λέγει στὸν παραλυτικό-, «σοῦ λέγω, σήκω, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου· καὶ ἀμέσως ἐσηκώθηκε καὶ παίρνοντας τὸ κρεββάτι τοῦ ἐξῆλθε ἐμπρὸς στὰ μάτια ὅλων».

11. Είναι ἀντίθετα πρὸς τοὺς διαλογισμοὺς τῶν Γραμματέων καὶ ὁ λόγος καὶ τὸ θαῦμα τοῦτο, σὲ μερικὰ ὅμως σημεῖα καὶ συμφωνοῦν. Πραγματικά το ὅτι κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ἀφ’ ἐαυτοῦ νὰ συγχωρήση ἁμαρτίες, τὸ ἀποδεικνύουν ἀληθινό, ἐκεῖνο ὅμως τῶν Φαρισαίων, τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ψιλὸς ἄνθρωπος ἀλλ’ ὄχι Θεὸς παντοδύναμος, τὸ ἀποδεικνύουν ψευδὲς καὶ ἀσύνετο· διότι αὐτό, ποὺ δὲν εἶδε ποτὲ κανεὶς οὔτε ἄκουσε, ἐφανερώθηκε τώρα, ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει διπλὴ φύσι καὶ ἐνέργεια· ἔλαλησε κατὰ τὸν τρόπο μας ὡς ἄνθρωπος, ἔκαμε ὅσα θέλει μὲ μόνο τὸν λόγο του καὶ τὸ πρόσταγμά του ὡς Θεὸς καὶ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὰ ἔργα ὅτι καὶ στὴν ἀρχή, κατὰ τὸ ψαλμικό, αὐτὸς τὰ πάντα «εἶπε καὶ ἔγιναν, διέταξε καὶ ἐκτίσθηκαν». Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα στὸ λόγο τοῦ ἀμέσως ἐπακολούθησε τὸ ἔργο. Πραγματικὰ ἀμέσως ἐσηκώθηκε ὁ παραλυτικὸς «καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ κρεββάτι τοῦ ἐξῆλθε ἐμπρὸς στὰ μάτια ὅλων, ὥστε νὰ θαυμάζουν ὅλοι». Ἡ μὲν ἄφεσις τῶν πταισμάτων μὲ τὸν λόγο ἐνεργεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἂν κάμη κάποιος πταῖσμα σὲ βάρος τους, ἀσθένεια δέ, καὶ μάλιστα τόσο σοβαρή, νὰ φυγαδευθῆ μὲ πρόσταγμα καὶ λόγο μόνο εἶναι στὴν ἐξουσία μόνο του Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ἐπισημαίνει ὅτι ἐθαύμασαν ὅλοι ὅσοι εἶδαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεό, δηλαδὴ ἀσφαλῶς τὸν ἴδιο τὸν ἐκτελεστή του παραδόξου τούτου ἔργου, μᾶλλον δὲ αὐτὸν ποὺ πράττει ἔνδοξα καὶ ἐξαίσια ἔργα, τῶν ὁποίων δὲν ὑπάρχει ἀριθμὸς- «ἔλεγαν, ὅτι ποτὲ ἕως τώρα δὲν εἴδαμε τέτοια πράγματα».

12. Αλλ’ ἐκεῖνοι μὲν ἀποδίδοντας τὴν δοξολογία μὲ λόγια καὶ παρουσιάζοντας τὸ θαῦμα μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ προηγούμενα ἔλεγαν αὐτά, ποτὲ δὲν εἴδαμε ἕως τώρα τέτοια πράγματα, ἐμεῖς ὅμως ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ λέγωμε τώρα τοῦτο (διότι εἴδαμε πολλὰ καὶ πολὺ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὸ θαύματα ποὺ ἐτελέσθηκαν ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς μαθητᾶς του καὶ τοὺς διαδόχους των στὴ συνέχεια μὲ μόνη τὴν ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ)· ἐμεῖς λοιπόν, ἀδελφοί, ἃς τὸν δοξάσωμε μὲ ἔργα τώρα, λαμβάνοντας καὶ τὸ θαῦμα τοῦτο ἀναγωγικῶς ὡς ὑπόδειγμα πρὸς τὴν ἀρετή. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς προσκολλημένους στὶς ἡδονὲς εἶναι παράλυτος στὴν ψυχή, κατακείμενος ἐπάνω στὴν κλίνη τῆς ἡδυπαθείας καὶ τῆς φαινομενικῆς σαρκικῆς ἀνέσεως ἐπάνω σ’ αὐτήν· ἀλλ’ ὅταν πειθόμενος στὶς εὐαγγελικὲς παραινέσεις μὲ τὴν ἐξομολόγηση κατανικᾶ τὶς ἁμαρτίες του καὶ τὴν ἀπὸ αὐτὲς προκληθεῖσα παράλυσι τῆς ψυχῆς του, φέρεται πρὸς τὸν Κύριο ἀπὸ τὶς ἑξῆς τέσσερις δυνάμεις· τὴν αὐτοκριτική, τὴν ἐξομολόγηση τῶν προηγουμένων ἁμαρτιῶν, τὴν ὑπόσχεσι ἀποχῆς ἀπὸ τὰ κακὰ στὸ μέλλον καὶ τὴν δέησι πρὸς τὸν Θεό. Ἀλλ’ αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ φέρουν κοντὰ στὸ Θεό, ἂν δὲν ξεσκεπάσουν τὴν ὀροφή, ρίπτοντας κάτω τα κεραμίδια καὶ τὸ χῶμα καὶ τὰ ἄλλα ὑλικά. Ὄροφος δὲ εἶναι σ’ ἐμᾶς τὸ λογιστικό της ψυχῆς, ἐφ’ ὅσον εὑρίσκεται ἐπάνω ἀπὸ ὅλα ὅσα εἶναι σ’ ἐμᾶς· ἔχει δὲ τοῦτο πολὺ ὑλικὸ εὑρισκόμενο ἐπάνω του, τὴν σχέσι πρὸς τὰ πάθη καὶ τὰ γήινα. Ὅταν λοιπὸν αὐτὴ ἡ σχέσις λυθῆ καὶ ἀποτιναχθῆ ἀπὸ τὰ τέσσερα προλεχθέντα, τότε πραγματικὰ μποροῦμε νὰ κατεβασθοῦμε, δηλαδὴ νὰ ταπεινωθοῦμε ἀληθινὰ καὶ νὰ προσπέσωμε καὶ νὰ προσεγγίσωμε τὸν Κύριο, νὰ ζητήσωμε καὶ νὰ λάβωμε ἀπὸ αὐτὸν τὴν θεραπεία.

13. Πότε δὲ γίνονται αὐτὰ τὰ ἔργα τῆς μετανοίας; Γίνονται ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὴν πόλι του, δηλαδὴ μετὰ τὴν σαρκικὴ ἐπιδημία του στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος εἶναι δικός του ἀφοῦ ἐκτίσθηκε ἀπὸ αὐτόν, ὅπως λέγει περὶ αὐτοῦ καὶ ὁ εὐαγγελιστής, ὅτι «ἦλθε στὰ δικά του, ἀλλὰ οἱ δικοί του δὲν τὸν ὑποδέχθηκαν· σ’ ἐκείνους δὲ ποὺ τὸν ὑποδέχθηκαν ἔδωσε ἐξουσία νὰ γίνουν τέκνα Θεοῦ, σ’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν στὸ ὄνομά του».

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ παραλυτικὸς νοῦς, ὅταν προσκύνησε μὲ τόση πίστι, ἀκούει ἀμέσως ἀπὸ αὐτὸν τὸ ὄνομα «τέκνο» καὶ λαμβάνει τὴν ἄφεσι καὶ τὴν θεραπεία· καὶ ὄχι μόνο αὐτὰ ἀλλὰ προσλαμβάνει καὶ δύναμι νὰ σηκώνη καὶ μεταφέρη τὸ κρεββάτι στὸ ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος. Ὡς κρεββάτι δὲ νὰ ἐννοήσης τὸ σῶμα στὸ ὁποῖο εἶναι προσδεδεμένος καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιδίδεται στὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ὁ νοῦς ποὺ ἀκολουθεῖ τὶς σαρκικὲς ὀρέξεις.

14. Μετά τὴ θεραπεία ὅμως ὁ νοῦς μᾶς ἄγει καὶ φέρει τὸ σῶμα σὰν ὑποχείριο καὶ δὶ’ αὐτοῦ ἐπιδεικνύει τοὺς καρποὺς καὶ τὰ ἔργα τῆς μετανοίας· ὥστε ὅσοι βλέπουν, νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, βλέποντας σήμερα εὐαγγελιστὴ τὸν χθεσινὸ τελώνη, ἀπόστολο τὸν διώκτη, θεολόγο τὸν ληστή, υἱὸν τοῦ οὐρανίου Πατρὸς τὸν προηγουμένως ζῶντα μὲ τοὺς χοίρους, ἐὰν δὲ θέλης, καὶ σχεδιάζοντα μέσα του ἀναβάσεις καὶ πορευόμενο ἀπὸ δόξα σὲ δόξα μὲ τὴν καθημερινὴ προκοπὴ πρὸς τὸ ἀνώτερο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος λέγει πρὸς τοὺς ἰδικούς του, «ἔτσι ἃς λάμψη τὸ φῶς σᾶς ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ἰδοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ δοξάσουν τὸν ἐπουράνιο Πατέρα σας». Λέγει δὲ τοῦτο, γιὰ νὰ παραγγείλη ὄχι νὰ ἐπιδεικνύονται, ἀλλὰ νὰ πολιτεύονται θεοφιλῶς. Ὅπως δὲ τὸ φῶς ἑλκύει ἀνέτως τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ὀρώντων, ἔτσι καὶ ἡ θεοφιλὴς διαγωγὴ μαζὶ μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς προσελκύει καὶ τὴ διάνοια. Καὶ ὅπως πάλι στὴν περίπτωσι τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς δὲν ἐπαινοῦμε τὸν ἀέρα ποὺ μετέχει τῆς λαμπρότητος, ἀλλὰ τὸν ἥλιο ποὺ ἔχει καὶ παρέχει τὴν αὐγὴ τῆς λαμπρότητος, καὶ ἂν ἐπαινέσωμε τὸν ἀέρα ὡς φωτεινό, πολὺ περισσότερο πρέπει τὸν ἥλιο· ἔτσι καὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ διὰ τῶν ἔργων τῆς ἀρετῆς ἐπιδεικνύει τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης· διότι αὐτός, μόλις ἰδωθῆ, σύρει πρὸς τὴν δόξα τοῦ ἐπάνω στοὺς οὐρανοὺς Πατρὸς τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης Χριστοῦ.

15. Και γιὰ νὰ παραλείψω τώρα ἐγὼ τὶς μεγαλύτερες ἀρετὲς θὰ ἀναφέρω τοῦτο· ὅταν μέσα στὴν ἱερὰ ἐκκλησία παραστεκόμενος στὸν Θεὸ μαζὶ μὲ σᾶς στραφῶ καὶ ἰδῶ αὐτοὺς ποὺ ἀναπέμπουν τοὺς ὕμνους καὶ τὶς δεήσεις πρὸς τὸν Θεὸ μὲ σύνεσι καὶ κατάνυξι ἢ κάποιον ποὺ στέκεται σιωπηλὸς καὶ ἀκούει σύννους, ἐνθουσιάζομαι ἀμέσως καὶ μὲ μόνη τὴ θέα αὐτὴ καὶ γεμίζω ἀγαλλίασι καὶ δοξάζω τὸν οὐράνιο Πατέρα Χριστό, χωρὶς τὸν ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ πράξη κανεὶς κανένα καλὸ καὶ διὰ τοῦ ὁποίου κατορθώνεται κάθε ἐπίτευγμα τῶν ἀνθρώπων.

16. Αλλά τί θὰ εἰποῦμε τώρα πρὸς αὐτοὺς ποὺ οὔτε σιωπηλοὶ στέκονται οὔτε συμψάλλουν, ἀλλὰ συναντοῦν ἀλλήλους καὶ ἀναμιγνύουν τὴ λογικὴ πρὸς τὸν Θεὸ λατρεία μας μὲ κοσμικὴ συναναστροφή, ὥστε οὔτε αὐτοὶ ἀκούουν τὰ ἱερὰ καὶ θεόπνευστα λόγια κι ἐκείνους ποῦ θέλουν ν’ ἀκούουν ἐμποδίζουν; «Ἕως πότε, ἀγαπητοί, θὰ χωλαίνετε κι ἀπὸ τὰ δύο πόδια», θὰ ἔλεγε ὁ θεσβίτης Ἠλίας, θέλοντας νὰ ἐπιδίδεσθε συγχρόνως μὲ τὴν προσευχὴ καὶ σὲ λόγους ἄκαιρους καὶ γηίνους καὶ μὴ κατορθώνοντας φυσικὰ κανένα ἀπὸ τὰ δύο, ἀλλὰ καταστρέφοντας τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, μᾶλλον δὲ φθείροντας αὐτὰ δὶ’ ἀλλήλων; Ἕως πότε κι ἐδῶ δὲν θ’ ἀποφύγετε τὰ λόγια τῆς ματαιότητος, ἀλλὰ θὰ κάμετε τὸν οἶκο τῆς προσευχῆς οἶκο ἐμπορείας ἢ λόγον ἐμπαθείας, οἶκο στὸν ὁποῖο λέγονται καὶ ἀκούονται λόγια αἰώνιας ζωῆς, ἀλλὰ ἀπὸ ἐμᾶς καθὼς ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα τὴν αἰώνια ζωή, ἄλλα δὲ ἀπὸ τὸν Θεὸ καθὼς τὴν προσφέρει σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴν ζητοῦν μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ τὴ διάνοια, ἀλλ’ ὄχι σ’ αὐτοὺς ποῦ δὲν στρέφουν οὔτε καν ὅλη τὴ γλώσσα πρὸς τὴν αἴτησι;

17. Τώρα, ἀδελφοί, ἡ θυσία μας πρὸς τὸν Θεὸ δὲν τελεῖται μὲ φωτιά, ὅπως ἐπὶ τοῦ Μωυσέως, ἀλλὰ διὰ λόγου. Τότε λοιπόν, ὅταν ὁ Θεὸς ἐδεχόταν τὴν θυσία φερομένην πρὸς τὰ ἄνω μὲ πῦρ, οἱ μαζὶ μὲ τὸν Κορὲ ἐπαναστάτες, ἐπειδὴ προσέφεραν ξένο ἀπ’ ἔξω πῦρ, κατεκάησαν ἀπὸ τὸ ἱερὸ πῦρ ποὺ ὤρμησε πρὸς αὐτοὺς αὐτομάτως. Ἃς φοβηθοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς μήπως, φέροντας ἀπ’ ἔξω ξένους λόγους στὸ λογικὸ τοῦτο θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ, στὴν Ἐκκλησία δηλαδή, κατακριθοῦμε τελεσιδίκως ἀπὸ τοὺς θείους λόγους ποὺ εἶναι σ’ αὐτήν, καθιστώντας ἔτσι τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς ἀξίους της ἀπαισίας φωνῆς καὶ καταδίκης. Ναί, ἃς φοβηθοῦμε, παρακαλῶ, καὶ ὅσο εἴμαστε ἐδῶ νὰ προσφέρωμε τὴν ἱκεσία παριστάμενοι στὸν Θεὸ μὲ φόβο· ὅταν δὲ ἐξέλθωμε ἀπὸ ἐδῶ, θὰ ἐπιδείξωμε τὴν ἀπὸ ἐδῶ μεταβολὴ τῶν τρόπων πρὸς τὸ καλύτερο, μὴ γοητευόμενοι ἀπὸ κέρδη, καὶ μάλιστα ἄδικα, ἀποφεύγοντας ὅρκους καὶ μάλιστα τοὺς ψευδεῖς, ἀπέχοντας αἰσχρῶν λόγων, πολὺ δὲ περισσότερό των σχετικῶν μὲ αὐτὰ πράξεων, τῆς καταλαλιᾶς, τοῦ δόλου, τῆς μεγαλαυχίας, διαπαιδαγωγώντας καὶ κινώντας μὲ θεοφρονα νοῦ κάθε μέλος καὶ αἴσθησι, καὶ φέροντας τὸ σῶμα καὶ ἀναβιβάζοντάς το μὲ λόγο καὶ θεῖο φόβο, ἀλλὰ μὴ καταβιβαζόμενοι καὶ κατεχόμενοι ἀπὸ τὸ σῶμα πρὸς τὶς χαμερπεῖς καὶ βδελυρὲς ὀρέξεις· διότι ἐμάθαμε ἀπὸ τὸν Παῦλο κι ἐγνωρίσαμε ὅτι, ἂν μὲν ζοῦμε σαρκικῶς, πρόκειται ν’ ἀποθάνωμε, ἂν δὲ θανατώνωμε μὲ τὸ πνεῦμα τὶς πράξεις τοῦ σώματος, θὰ ζήσωμε αἰωνίως.

18. Και τώρα ἃς κινήσωμε ὅλους ὅσοι μᾶς βλέπουν σὲ δοξολόγησι τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ γνωρίσουν καλὰ ὅτι ὁ οἶκος αὐτὸς φέρει μέσα του τὸν Χριστό, ποὺ σφίγγει τοὺς παραλύτους κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ παραγγέλλει νὰ σηκώνουν καὶ ἀνεβάζουν πρὸς αὐτὸν μὲ πνευματικὸ καὶ θεοφιλῆ λογισμὸ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις καὶ ἀντιλήψεις, ἀλλὰ νὰ μὴ φέρωνται καὶ καταρρίπτονται ἀπὸ αὐτὲς ἀσυνέτως· καὶ ἔτσι νὰ ὑπάγουν στὸν πραγματικὰ δικό μας οἶκο, δηλαδὴ στὸν οὐρανὸ καὶ στὸν ὑπερουράνιο χῶρο, ὅπου εὑρίσκεται τώρα ὁ Χριστός, ὁ κληρονόμος καὶ κληροδότης μας.

19. Σ’ αὐτὸν πρέπει δόξα, δύναμις, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο .

πηγή

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Shopping Cart
en_GBEnglish