Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
(Ματθ. ε´ 14–19)
Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσιν λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσιν τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
Ἡ θεολογία τῆς Πατρότητος
«Ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε´, 14)
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἀπεκάλεσε τούς μαθητάς Του, «φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε´, 14). Ὁ χαρακτηρισμός αὐτός ἔχει ὀντολογική σημασία καί ὄχι ἠθική. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ μαθητές εἶναι «φῶς τοῦ κόσμου», ὄχι ἁπλῶς γιατί ἔχουν μερικά ἐξωτερικά ἔργα, ἀλλά γιατί εἶναι κατοικητήρια τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔχουν αἰσθητά στήν καρδιά τους τήν Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Τό πιό ἐπικίνδυνο πράγμα εἶναι νά ἀναλύη κανείς αὐτόν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὑπονοώντας ὅτι «φῶς τοῦ κόσμου» εἶναι οἱ «καλοί» Χριστιανοί πού κάνουν «καλά» ἔργα. Εἶναι ἐπικίνδυνο, γιατί οἱ Πατέρες ἑρμηνεύουν ὅτι «φῶς τοῦ κόσμου» εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ πέρασαν ὅλη τήν αἴσθηση τοῦ κόσμου, ἔφθασαν μέ τόν φωτισμένο νοῦ στά ὑπέρ αἴσθηση καί ἔπειτα «ἐρεύγονται» ἀπό τήν καθαρή καρδιά τους λόγους ἀγαθούς ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔγιναν πνευματικοί, ἀφοῦ προηγουμένως μέ τήν νηστεία καί τήν ἀγρυπνία καθάρισαν τήν σάρκα, μέ τά δάκρυα ἐκλέπτυναν τήν παχύτητα τῆς καρδιᾶς, μέ τήν κακοπάθεια ἐνέκρωσαν τά μέλη τους, μέ τήν προσευχή καί τήν μελέτη ἐπλήρωσαν τόν νοῦ ἀπό φῶς, μέ τήν ἀπάρνηση τῶν θελημάτων τους ἐχώρισαν τίς ψυχές ἀπό τήν προσπάθεια τοῦ σώματος. Τέτοιοι ἦταν ὅλοι οἱ ἅγιοι καί ἰδιαιτέρως οἱ ἅγιοι Πατέρες.
Πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Πατερική, ὄχι γιατί κάποτε εἶχε τούς θεοφόρους Πατέρας της, πού διαφύλαξαν τήν ἀληθινή πίστη ἀπό τόν κίνδυνο τῶν αἱρέσεων, ἀλλά γιατί πάντοτε ὑπάρχουν Πατέρες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι Πατερική, γιατί μέσα σέ αὐτήν ὑπάρχει τό Πανάγιο Πνεῦμα πού τήν ζωοποιεῖ. Γιά νά τό καταλάβουμε κάπως αὐτό πρέπει νά ἐξετάσουμε τί ἐννοοῦμε μέ τόν ὅρο Πατέρες.
* * *
Στήν Ἁγία Γραφή τό ὄνομα Πατήρ χρησιμοποιεῖται ὡς ὑποστατικό ἰδίωμα (τρόπος ὑπάρξεως) τοῦ Πρώτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιά νά φανῆ ἡ σχέση τοῦ Πρώτου Προσώπου μέ τά ἄλλα Πρόσωπα, ὅτι δηλαδή ἐγέννησε πρό χρόνων αἰωνίων τό Δεύτερο Πρόσωπο, πού λέγεται Υἱός καί ἐξ Αὐτοῦ (τοῦ Πατρός) ἐκπορεύεται τό Πανάγιο Πνεῦμα. Τό ὄνομα ὅμως Πατήρ μπορεῖ νά ἀποδοθῆ σέ ὅλη τήν Ἁγία Τριάδα, ἀφοῦ ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καί ἡ ἀναδημιουργία του εἶναι ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια Πατήρ λέγεται καί ὁ Χριστός, γιατί μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἔδωσε τήν ζωή στούς ἀνθρώπους. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν νεκρός καί μόνος του δέν μποροῦσε νά ζωοποιηθῆ. Ἑπομένως, ὁ Χριστός ἐν σχέσει πρός τόν Πατέρα Του λέγεται Υἱός, ἐν σχέσει μέ τούς ἀνθρώπους λέγεται Πατήρ, γιατί μεταδίδει τήν ζωή.
* * *
Πατέρες, ἀκόμη, λέγονται καί ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ ἀναγεννηθέντες, ἐπειδή ἔλαβαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού μόρφωσε μέσα τους τόν Χριστό, ἔγιναν κατοικητήρια τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἔπειτα μετέδωσαν τίς ἐμπειρίες τους στά πνευματικά τους παιδιά, μέ ἀποτέλεσμα νά τά ἀναγεννήσουν. Τέτοιοι ἦταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι οἱ ὁποῖοι ἔγιναν τό «φῶς τοῦ κόσμου». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στούς Κορινθίους: «ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλούς πατέρας· ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α´ Κορ. δ´, 15). Ἔχει συνείδηση τῆς πατρότητός του, γι᾿ αὐτό λέγει γιά τόν μαθητή του Τιμόθεο «ἐστιν τέκνον μου ἀγαπητόν καί πιστόν ἐν Κυρίῳ» (Α´ Κορ. δ´, 17).
Καί οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες, διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, εἶναι «τό φῶς τοῦ κόσμου», λέγονται Πατέρες, γιατί, ἐπειδή ἑνώθηκαν μέ τόν κατά φύσιν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί αὐτοί κατά Χάριν υἱοί τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Ἔτσι, ἀναγέννησαν τό Ποίμνιό τους καί ἀπέκτησαν πνευματικά παιδιά. Ἄς μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων δέν εἶναι μιά ξηρή ἐπιστημονική γνώση, ἀλλά ἡ ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωή τους καί ἡ διδασκαλία τους εἶναι πράγματι «φῶς τοῦ κόσμου», γιατί ἑνώθηκαν μέ τό «Φῶς τοῦ κόσμου», τόν Χριστό.
Ἐπίσης, κάθε ἀναγεννημένος εἶναι Πατήρ γι᾿ αὐτούς πού τόν πλησιάζουν γιά νά πάρουν τήν εὔχυμη διδασκαλία του, πού εἶναι καρπός ὀρθοδόξου ζωῆς. Βέβαια, ἐννοεῖται ὅτι αὐτό γίνεται μέσα στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, τό σύνθημα πού διαδίδεται «πίσω στούς Πατέρας» εἶναι λίγο παραπλανητικό, ἀφοῦ ὑπάρχουν καί σήμερα χαρισματοῦχοι πιστοί, πού ἔχουν τήν Παράδοση καί εἶναι ἀληθινοί Πατέρες.
* * *
Πρέπει ὅμως νά σημειωθῆ καί τό ἑξῆς. Ἡ πνευματική πατρότης συνδέεται στενώτατα μέ τήν υἱότητα. Ὁ Χριστός εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, πού ἔκανε ὑπακοή μέχρι θάνατου στόν Πατέρα Του καί εἶναι Πατήρ τῶν Χριστιανῶν. Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί εἶναι κατά Χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι συγχρόνως καί κατά Χάριν πατήρ τῶν ἄλλων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ υἱότητα συνδέεται μέ τήν μαθητεία καί τήν ὑπακοή, ἐνῶ ἡ πατρότητα συνδέεται μέ τήν θυσία καί τόν πόνο. Καλύτερα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ πόνος συνδέεται τόσο μέ τήν υἱότητα, ὅσο καί μέ τήν πατρότητα.
Πάντως, γιά νά εἶναι κανείς πραγματικός πνευματικός πατέρας πρέπει νά εἶναι συγχρόνως υἱός τοῦ Θεοῦ. Μόνον σάν παιδί τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἀποκτήση τήν Παράδοση καί μπορεῖ ἔπειτα νά τήν μεταδώση, ὄχι μέ μηχανικούς τρόπους καί ἐξωτερικούς, ἀλλά μυστηριακά καί νά γίνη πατέρας ἄλλων ἀνθρώπων. Ὅλα, ὅπως εἶναι φυσικό, ξεκινᾶνε ἀπό τήν ὑπακοή στόν Θεό καί στούς συγχρόνους ἁγίους Πατέρες. Ὁ ἀνυπάκουος παύει νά εἶναι μαθητής καί υἱός. Ὁ ὑπάκουος ἀναγεννᾶται καί μπορεῖ καί ἄλλους νά ἀναγεννήση.
* * *
Εἶναι δίδαγμα τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι ἡ πνευματική πατρότητα μέσα στήν Ἐκκλησία δέν σημαίνει κατάργηση τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος. Ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶναι Πατήρ τῶν ἀνθρώπων, ἐν τούτοις «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς αὐτούς καλεῖν» (Ἑβρ. β´, 2). Ἔτσι, καί ὁ πνευματικός Πατέρας γιά τόν μαθητή του εἶναι Πατέρας, ἀλλά συγχρόνως καί ἀδελφός ἐν Χριστῷ. Ἀποτελεῖ μέ αὐτόν, ὅπως καί μέ ὅλους τούς ἄλλους, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό σκορπάει ἐλπίδα στό πνευματικό παιδί, ἀλλά καί «ταπεινώνει» τόν πνευματικό Πατέρα, ὁ ὁποῖος φροντίζει διαρκῶς γιά τήν πνευματική του ἀρτιότητα, δηλαδή ἀγωνίζεται νά τελειοῦται ὁ ἴδιος καί νά μήν κρατᾶ τό πνευματικό του παιδί σέ νηπιακή κατάσταση.
Ἐπίσης, ἡ πνευματική πατρότητα συνδέεται στενώτατα μέ τήν μητρότητα. Καί ἐδῶ ἔχουμε τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου ὁ Ὁποῖος εἶπε: «ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας…» (Ματθ. κγ´, 37). Ὅπως ἐπίσης ἔχουμε τό παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού λέγει: «τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν» (Γαλ. δ´, 19). Τό ἴδιο διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Λένε ὅτι ὁ πνευματικός πατέρας εἶναι περισσότερο μητέρα παρά πατέρας. Ἔχει στοργή καί ἀγάπη ἐν Χριστῷ καί μέσα στό κλίμα αὐτό τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης ἀναπτύσσονται καί τελειοποιοῦνται τά πνευματικά παιδιά.
Ἑπομένως, οἱ ἅγιοι εἶναι πνευματικοί πατέρες, δηλαδή «τό φῶς τοῦ κόσμου», ἐπειδή μᾶς ἀναγεννοῦν, μᾶς ζωογονοῦν, μᾶς κατευθύνουν μέ ὑπομονή καί στοργή πρός τήν θέωση, μᾶς φωτίζουν διαρκῶς ἀφοῦ ἔγιναν κατοικητήρια τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή τους καί ἄς θέτουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό τήν πνευματική τους καθοδήγηση γιά νά ὁλοκληρωθοῦμε.
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ὅσοι Πιστοί